- ἐνήρης
- ἐνήρηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)ἐνήρηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἐνήρηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
ἐνήρει — ἐνήρης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνήρης masc/fem/neut dat sg ἐνήρεϊ , ἐνήρης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνήρεις — ἐνήρης masc/fem acc pl ἐνήρης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek